- συκηγορία
- σῡκηγορία, ἡ, ([etym.] σῦκον, ἀγορεύω)A = συκοφαντία 1.2, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συκηγορία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψευδής κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το ητού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] … Dictionary of Greek
συκηγορίαν — συκηγορίᾱν , συκηγορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)